φυσιολατρικός

φυσιολατρικός
-ή, -ό, Ν [φυσιολατρία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολατρία ή στον φυσιολάτρη («φυσιολατρικός όμιλος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυσιολατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολατρία ή το φυσιολάτρη (βλ. λ.): Φυσιολατρικός Όμιλος Θεσσαλονίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”